- συμπτώσεων
- συμπτώσεω̆ν , σύμπτωσιςfalling togetherfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μπότε, Βάλτερ Βίλχελμ — (Walter Wilhelm Bothe, Οράνιενμπουργκ 1891 – Χαϊδελβέργη 1957). Γερμανός φυσικός. Το 1914 έγινε υφηγητής της Φυσικής στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και στη συνέχεια ασχολήθηκε με τη μελέτη και την έρευνα στα πανεπιστήμια Βερολίνου, Γκίσεν και… … Dictionary of Greek
συμπτωσιαρχία — (occasionalismus). Φιλοσοφική θεωρία, που περιορίζει την ενεργή και αιτιώδη δύναμη του ανθρώπου και μειώνει ολόκληρο το σύστημα των δρώντων αιτίων του κόσμου σε απλές «συμπτώσεις» της επέμβασης του Θεού, στον οποίο αποδίδεται η συνολική ενεργή… … Dictionary of Greek
Μαλμπράνς, Νικολά ντε- — (Nicolas de Malebranche, Παρίσι 1638 – 1715). Γάλλος φιλόσοφος και θεολόγος. Ήταν ο μικρότερος γιος του γραμματέα του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΙΓ’. Σπούδασε φιλοσοφία και θεολογία στο κολέγιο της Μαρς και στη Σορβόνη. Το 1664 χειροτονήθηκε… … Dictionary of Greek